Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαίνω
ρήμα αμετάβατο 1 avvia`rsi; diri`gersi; incammina`rsi η εχθρική φάλαγγα βαίνει προς ανατολάς==la colonna nemica si sta dirigendo verso est | βαίνομε προς εκλογάς==ci stiamo avviando verso le elezioni | βαίνω προς την καταστροφή==incamminarsi verso la rovina 2 ((figurato)) proce`dere; prosegui`re οι εργασίες βαίνουν καλώς==i lavori procedono regolarmente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |