Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάλσαμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ba`lsamo ~m~
2 ((figurato)) ba`lsamo ~m~; confo`rto ~m~; sollie`vo ~m~ βάλσαμο τα λόγια σου για μένα==le tue parole sono state un balsamo per me

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαλς βαλσάμωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---