Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάλλω  
ρήμα μεταβατικό

getta`re; lancia`re; scaglia`re; spara`re τα πολυβόλα έβαλαν συνεχείς ριπές==le mitragliatrici sparavano raffiche

βάλλω
ρήμα αμετάβατο

1 spara`re οι αστυνομικοί έβαλαν κατά των διαδηλωτών==i poliziotti spararono contro i manifestanti
2 ((figurato)) lancia`re accu`se; scaglia`rsi; invei`re βάλλω κατά της κυβερνήσεως==lanciare accuse contro il governo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαλλίστρα βαλμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---