Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάλτοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός va`lli ~fp~ βαλτός επίθετο 1 colloca`to; messo 2 persona infiltra`to είναι βαλτός της αστυνομίας==è un infiltrato della polizia+++βαλτός είσαι;==ma lo fai apposta? βάλτος ουσιαστικό αρσενικό palu`de ~f~; acquitri`no ~m~; panta`no ~m~; stagno ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |