Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτουργός
επίθετο perpetrato`re αυτουργός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό diritto auto`re di un deli`tto φυσικός αυτουργός==esecutore materiale | ο ηθικός αυτουργός==mandante (di un delitto) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |