Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτόφωρος
επίθετο flagra`nte; colto in flagra`nte αυτόφωρο αδίκημα==reato flagrante | συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφώρω==cogliere qualcuno in flagrante (reato) | συλλαμβάνω επ' αυτοφώρω==cogliere in flagrante, sul fatto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |