Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοχειρία  
ουσιαστικό θηλυκό

suici`dio ~m~

αυτοχειριασμός
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [αυτοχειρία ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτόχειρας αυτοχειριάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---