Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυθεντία  
ουσιαστικό θηλυκό

autorità ~f~ είμαι αυθεντία στον τομέα μου==essere un'autorità nel proprio campo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυθέντης αυθεντικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---