Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυθαιρεσία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 arbitrarietà ~f~
2 atto ~m~ arbitra`rio; abu`so ~m~; arbi`trio ~m~
3 abu`so ~m~; sopru`so ~m~; prepote`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυθάδικος αυθαίρετο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---