Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυθεντικός  
επίθετο

1 aute`ntico; ve`ro; origina`le είναι αυθεντικός καλλιτέχνης==è un autentico, vero artista | αυθεντικά έπιπλα του 18ου αιώνα==mobili autentici del Settecento
2 aute`ntico; non falsifica`to αυθεντική υπογραφή==firma autentica

αυθεντικότατος
επίθετο

superlativo di [αυθεντικός]

αυθεντικότερος
επίθετο

comparativo di [αυθεντικός]

αυθεντικώτατος
επίθετο

superlativo di [αυθεντικός]

αυθεντικώτερος
επίθετο

comparativo di [αυθεντικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυθεντία αυθεντικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---