Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατσίγγανος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 gita`no ~m~
2 ziga`no ~m~
3 zi`ngaro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατσιγαρία ατσίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---