Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατσαλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 acciaia`re
2 ((figurato)) induri`re; rafforza`re; tempra`re ατσαλώνω το χαρακτήρα==temprare il carattere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατσαλωμένος ατσάλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---