Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατσάλι  
ουσιαστικό ουδέτερο

accia`io ~m~ ((anche in senso figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατσαλένιος ατσάλινος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ανοξείδωτο ατσάλι = acciaio [αρσ.] inossidabile


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---