Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άτολμος  
επίθετο

privo di cora`ggio; coda`rdo; pa`vido; ti`mido

ατολμότατος
επίθετο

superlativo di [άτολμος]

ατολμότερος  
επίθετο

comparativo di [άτολμος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατολμία, (raro) ατολμιά ατομικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---