Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άτοκος  
επίθετο

economia che non frutta intere`sse; infrutti`fero πληρωμή σε δώδεκα άτοκες δόσεις==pagamento in dodici rate senza interesse | άτοκο δάνειο==prestito senza interesse, a titolo gratuito, infruttifero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατοκία ατόλη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---