Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατμός  
ουσιαστικό αρσενικό

vapo`re ~m~ είμαι υπ' ατμόν==essere sul punto di partire

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατμοποιώ ατμοστρόβιλος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ατμού χοιρομέρι = prosciutto [αρσ.] cotto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---