Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργώ  
ρήμα μεταβατικό

far tarda`re; far arriva`re tardi μας άργησε η κακοκαιρία==il brutto tempo ci ha fatto ritardare | μη με αργείς==non farmi ritardare!

αργώ
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere inopero`so
2 negozio e`ssere chiu`so οι τράπεζες αργούν το δεκαπενταύγουστο==le banche sono chiuse a ferragosto | το κατάστημα αργεί λόγω πένθους==il negozio è chiuso per lutto
3 tarda`re; fare tardi; arriva`re in rita`rdo δεν άργησε να μου απαντήσει==non tardò a rispondermi | κοίτα μην αργήσεις πάλι!==guarda di non fare tardi come al solito! | να πάρ' η ευχή, άργησα!==accidenti, sono in ritardo! | άργησα, και το τρένο είχε ήδη φύγει==sono arrivato in ritardo e il treno era già partito
4 tarda`re; e`ssere anco`ra lonta`no οι διακοπές αργούν ακόμη==le vacanze sono ancora lontane | αργεί να ξημερώσει==tarda a far giorno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αργύρωσις αρδευμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---