Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρδεύομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αρδεύω]

αρδεύω  
ρήμα μεταβατικό

irriga`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρδευμένος αρδευόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---