Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρεσιά
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αρέσκεια] αρέσκεια ουσιαστικό θηλυκό gradime`nto ~m~ δεν είναι της αρεσκείας μου==non è di mio gradimento αρεσκιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [αρέσκεια] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |