Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρετή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 filosofia virtù ~f~ ηθική αρετή==virtù morale
2 virtù ~f~; me`rito ~m~; pre`gio ~m~; dote ~f~; qualità ~f~ άνθρωπος με πολλές αρετές==persona con molte virtù

Αρετό
nome proprio neutro

lo stesso che [Αρετή]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρέσω αρετολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---