Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρθρίτιδα
ουσιαστικό θηλυκό medicina artri`te ~f~ αρθρίτις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αρθρίτιδα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |