Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθρόος  
επίθετο

1 cose abbonda`nte; copio`so; numero`so αθρόα προσέλευση του κοινού==un afflusso numeroso di pubblico
2 numero`so; in massa αθρόες απολύσεις==licenziamenti di massa | αθρόες συλλήψεις==arresti di massa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αθροιστικός αθρυμμάτιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---