Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθεϊστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 atei`sta ^mf^
2 a`teo ~m~

αθεΐστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αθεϊστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αθεϊσμός αθεϊστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---