Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθάνατοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός gli e`sseri immorta`li ~mp~; gli dèi ~mp~ αθάνατος επίθετο 1 immorta`le 2 immorta`le; ete`rno; pere`nne αθάνατη ποίηση==poesia immortale 3 mo`lto resiste`nte; ete`rno αυτά τα παπούτσια είναι αθάνατα==queste scarpe sono eterne permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |