Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθανασία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 immortalità ~f~ η αθανασία της ψυχής==l'immortalità dell'anima
2 glo`ria ~f~ imperitu`ra το επιστημονικό του έργο τού εξασφάλισε την αθανασία==con la sua opera scientifica si è assicurato l'immortalità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αθάμπωτος αθάνατο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---