Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόθεμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 geologia depo`sito ~m~; giacime`nto ~m~ αποθέματα πετρελαίου==giacimenti petroliferi
2 στοκ rise`rva ~f~; provvi`sta ~f~; sco`rta ~f~; giace`nza ~f~ αποθέματα εμπορευμάτων==giacenze di merci | αποθέματα τροφίμων==riserve dei viveri

αποθέματα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

rifornime`nti ~mp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποθαυμάζω αποθεματικά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάνω απόθεμα = fare scorta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---