Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόδοση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 restituzio`ne ~f~; resa ~f~
2 χρημάτων rimbo`rso ~m~ απόδοση δανείου==restituzione di un prestito
3 conferime`nto ~m~; attribuzio`ne ~f~; assegnazio`ne ~f~ απόδοση υψηλής τιμητικής διάκρισης==conferimento di un'alta onoreficenza
4 grammatica apo`dosi ~f~
5 fisica meccanica rendime`nto ~m~ απόδοση μηχανής==rendimento di un motore
6 rendime`nto ~m~; produttività ~f~ απόδοση καλλιεργημένου εδάφους==rendimento di un terreno coltivato
7 testo versio`ne ~f~; resa ~f~; interpretazio`ne ~f~; traduzio`ne ~f~ αδύνατη η απόδοση αυτού του λογοπαιγνίου στα ελληνικά==rendere in greco quel gioco di parole è impossibile | απόδοση λατινικού κειμένου στα ιταλικά==versione di un testo latino in italiano | η απόδοση στα αγγλικά δεν είναι επιτυχημένη==la traduzione in inglese non è riuscita bene
8 musica teatro interpretazio`ne ~f~ η απόδοση της ηθοποιού δεν ικανοποίησε το κοινό==l'interpretazione di quell'attrice non ha soddisfatto il pubblico

απόδοσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απόδοση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποδομένος αποδόσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---