Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποδοκιμάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 deplora`re; disapprova`re; riprova`re αποδοκιμάζω την απόφαση σου==disapprovo la tua decisione
2 manifesta`re disapprovazio`ne το κοινό αποδοκίμασε τους ηθοποιούς==il pubblico ha fischiato gli attori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άποδο αποδοκιμασία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---