Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαρηγόρετος
επίθετο

variante di [απαρηγόρητος]

απαρηγόρητος  
επίθετο

inconsola`bile; sconsola`to έκλαιγε απαρηγόρητος==piangeva inconsolabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαρέσκεια απαρηγόρητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---