Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανύποπτος  
επίθετο

senza sospe`tto; igna`ro; fiducio`so σε ανύποπτο χρόνο==inaspettatamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανυπόνοιαστος ανυπόστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---