Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανυπόταγος
επίθετο

variante di [ανυπότακτος]

ανυπόταγος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανυπότακτος]

ανυπότακτος
ουσιαστικό αρσενικό

1 indisciplina`to; insubordina`to; indo`cile
2 militare renite`nte

ανυπόταχτος  
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανυπότακτος]

ανυπόταχτος
επίθετο

variante di [ανυπότακτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανυποστήριχτος ανυποταξία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---