Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντροχωρίστρα  
ουσιαστικό θηλυκό

((popolare)) do`nna ~f~ che con le sue paro`le o azio`ni indu`ce una co`ppia a separa`rsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντροφάς αντρωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---