Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αντροχωρίστρα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αντροχωρίστρα  
ουσιαστικό θηλυκό

((popolare)) do`nna ~f~ che con le sue paro`le o azio`ni indu`ce una co`ppia a separa`rsi

permalink
‹ αντροφάς
αντρωμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αντρομάχη [κύρ.όν. θηλ.]
άντρον [ουσ ουδ.]
Άντρος gen Άνδρου...
αντροσύνη {χωρ. πληθ...
αντροφάς [ουσ αρσ ]
αντροχωρίστρα {χωρ. γεν....
αντρωμένος [επίθ.]
αντρωνίτης [ουσ αρσ ]
αντρώνομαι (αντρ-ώθηκ...
αντρωνυμικό [ουσ ουδ.]
αντρώνω aor άνδρωσ...
αντσούγα [θηλ.ουσ]
αντσούγια {χωρ. γεν....
άντυξ [θηλ.ουσ]
άντυτος [επίθ.]
αντωνυμία [θηλ.ουσ]
αντωνυμικός [επίθ.]
ανυδρία [θηλ.ουσ]
ανυδρίδιο [ουσ ουδ.]
άνυδρος [επίθ.]


{{ID:ANTROCWRISTRA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti