Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντσούγα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αντσούγια ^-ας, η^]

αντσούγια  
ουσιαστικό θηλυκό

zoologia acciu`ga ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντρώνω άντυξ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---