Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανύμφευτος
επίθετο

lo stesso [ανύπαντρος ^-η, -ο^]

ανύπανδρος
επίθετο

variante di [ανύπαντρος]

ανύπαντρος  
επίθετο

1 γυναίκα nu`bile; non sposa`ta
2 άνδρας ce`libe; non sposa`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανυμνών ανυπακοή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---