Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντιρρησίας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 contradditto`re ~m~ 2 opposito`re ~m~; obietto`re~m~ αντιρρησίας συνειδήσεως==obiettore di coscienza permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο αντιρρησίας συνειδήσεως = obiettore [αρσ.] di coscienza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |