Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντισημίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

politica antisemi`ta ~m~

αντισημίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

forma popolare del femminile di [αντισημίτης ^-η, ο^]

αντισημίτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντισημίτης ^-η, ο^]
2 politica antisemi`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντισεισμικός αντισημιτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---