Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντίρρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

obiezio`ne ~f~; contraddizio`ne ~f~ δε θέλω αντιρρήσεις==non accetto obiezioni | φέρω αντίρρηση==muovere un'obiezione | δεν έχω καμία αντίρρηση==non ho nulla da obiettare; non ho nulla in contrario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιρρευματικός αντιρρησίας  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


έχω αντίρρηση σε κάτι = avere qualcosa in contrario


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---