Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντιποίηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 prevaricazio`ne ~f~ 2 usurpazio`ne ~f~ αντιποίησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αντιποίηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |