Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιπολίτευση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 politica opposizio`ne ~f~ τα κόμματα της αντιπολίτευσης==i partiti dell'opposizione
2 opposizio`ne ~f~; contra`sto ~m~ κάνω αντιπολίτευση σε κάποιον==opporsi a qualcuno

αντιπολίτεψη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αντιπολίτευση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιπολιτεύομαι αντιπολιτευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---