αντικατοπτρίζω
ρήμα μεταβατικό
rispecchia`re ((anche in senso figurato))
αντικατοπτρίζομαι
ρήμα παθητικό
1 rifle`ttere
2 riflette`rsi
3 specchia`rsi
αντικαθρεφτίζω
ρήμα μεταβατικό
lo stesso che [αντικατοπτρίζω]
αντικαθρεφτίζομαι
ρήμα παθητικό
lo stesso che [αντικατοπτρίζομαι]
ρήμα μεταβατικό
rispecchia`re ((anche in senso figurato))
αντικατοπτρίζομαι
ρήμα παθητικό
1 rifle`ttere
2 riflette`rsi
3 specchia`rsi
αντικαθρεφτίζω
ρήμα μεταβατικό
lo stesso che [αντικατοπτρίζω]
αντικαθρεφτίζομαι
ρήμα παθητικό
lo stesso che [αντικατοπτρίζομαι]
permalink
αντικατοπτρίζομαι [ρ. παθ.]
αντικατοπτρίζω aor αντικα...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
