Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αντικειμενοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό
oggettivazio`ne ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αντικειμενοποιημένος
αντικειμενοποιούμενος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αντικειμενικότης
& αντικειμ...
αντικειμενικότητα
{χωρ. πληθ...
αντικειμενισμός
[ουσ αρσ ]
αντικείμενο
{αντικειμέ...
αντικειμενοποιημένος
[επίθ.]
αντικειμενοποίηση
η, gen αντ...
αντικειμενοποιούμενος
[επίθ.]
αντικειμενοποιώ
[-είς, -εί...
αντικέρ
[ουσ αρσ και θηλ.]
αντίκες
[θηλ. ουσ πληθ.]
αντικίνητρο
{αντικινήτ...
αντικλείδι
{αντικλειδ...
αντικλεπτικός
[επίθ.]
αντικληρικαλισμός
[ουσ αρσ ]
αντικληρικισμός
[ουσ αρσ ]
αντικληρικός
[επίθ.]
αντίκλητος
{αντικλήτ-...
αντικλίμαξ
{αντικλίμα...
αντικλινής
[επίθ.]
αντίκλινο
{-ου κ. -ί...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis