Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντικαταστάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

sostitu`to ~m~

αντικαταστάτις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αντικαταστάτρια ^-ας, η^]

αντικαταστάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντικαταστάτης ^-η, ο^]
2 sostituta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντικαταστάσιμος αντικατάστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---