αντικαταστάτης
ουσιαστικό αρσενικό
sostitu`to ~m~
αντικαταστάτρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αντικαταστάτης ^-η, ο^]
2 sostituta ~f~
αντικαταστάτις
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αντικαταστάτρια ^-ας, η^]
ουσιαστικό αρσενικό
sostitu`to ~m~
αντικαταστάτρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αντικαταστάτης ^-η, ο^]
2 sostituta ~f~
αντικαταστάτις
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αντικαταστάτρια ^-ας, η^]
permalink
αντικαταστάτης {αντικατασ...
αντικαταστάτις [θηλ.ουσ]
αντικαταστάτρια {αντικατασ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
