Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανθρωπιά
ουσιαστικό θηλυκό umanità ~f~; sentime`nto ~m~ uma`no δείξε λίγη ανθρωπιά!==mostra un po' di umanità! | μεταχειρίζομαι κάποιον με ανθρωπιά==trattare qualcuno con umanità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |