Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανθρωπάκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 omi`no ~m~; ome`tto ~m~ 2 ((figurato)) ((spregiativo)) omicia`ttolo ~m~; omu`ncolo ~m~; uo`mo ~m~ da poco 3 ((figurato)) po`vero dia`volo ~m~; po`vero Cri`sto ~m~ ανθρωπάκος ουσιαστικό αρσενικό lo stesso che [ανθρωπάκι ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |