Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθρωπιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 umani`sta ~m~
2 umanita`rio ~m~; fila`ntropo ~m~

ανθρωπίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανθρωπιστής ^-ή, ο^]
2 umani`sta ~f~
3 umanita`ria ~f~; fila`ntropa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθρωπισμός ανθρωπιστικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---