Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθόσπαρτος  
επίθετο

1 cospa`rso di fio`ri ανθόσπαρτος κάμπος==campo cosparso di fiori
2 feli`ce; senza difficoltà βίος ανθόσπαρτος==una vita senza spine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθός ανθοστήλη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---