Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνθρακας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 κάρβουνο carbo`ne ~m~
2 chimica carbo`nio ~m~ άνθρακας 14==carbonio 14 | διοξείδιο του άνθρακα==anidride carbonica
3 medicina antra`ce ~m~ mali`gno; carbo`nchio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθρακαποθήκη ανθρακέμπορας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---