Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνθος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fio`re ~m~
2 ((figurato)) a`pice ~m~; cu`lmine ~m~; fio`re ~m~ πέθανε στο άνθος της ηλικίας του==è morto nel fiore degli anni | ρητορικά άνθη==fiori retorici | το άνθος της νεολαίας==il fior fiore della gioventù
3 ((figurato)) il fio`re della verginità

ανθός  
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che il neutro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθοπώλισσα ανθόσπαρτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---