Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνοιξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 primave`ra ~f~
2 ((figurato)) primave`ra ~f~; gioventù ~f~ η άνοιξη της ζωής==la primavera della vita
3 ((figurato)) fioritu`ra ~f~ η άνοιξη της τέχνης==la fioritura delle arti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανοικτόχρωμος ανοιξιάτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---