Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανισότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανισότητα]

ανισότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

disuguaglia`nza ~f~; disparità ~f~; sperequazio`ne ~f~ η κοινωνική ανισότητα==disuguaglianza sociale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανισότερος ανισοτιμία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---